- ἀντικρούω
- ἀντικρούωstrikepres subj act 1st sgἀντικρούωstrikepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντικρούω — αντικρούω, αντέκρουσα βλ. πίν. 40 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντικρούω — (Α ἀντικρούω) νεοελλ. 1. αποκρούω, αντεπιτίθεμαι 2. ανατρέπω, ανασκευάζω επιχειρήματα 3. προβάλλω αντίρρηση αρχ. 1. ωθώ προς τα πίσω 2. συγκρούομαι 3. είμαι εμπόδιο, αντενεργώ … Dictionary of Greek
αντικρούω — αντίκρουσα, ούστηκα, αναιρώ, ανασκευάζω: Στην ομιλία του προσπάθησε να αντικρούσει αυτά που είχε πει ο προηγούμενος ομιλητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντικρούῃ — ἀντικρούω strike pres subj mp 2nd sg ἀντικρούω strike pres ind mp 2nd sg ἀντικρούω strike pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικρουσθέντα — ἀντικρούω strike aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀντικρούω strike aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικρουσάντων — ἀντικρούω strike aor part act masc/neut gen pl ἀντικρούω strike aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικρουόμενον — ἀντικρούω strike pres part mp masc acc sg ἀντικρούω strike pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικρουόντων — ἀντικρούω strike pres part act masc/neut gen pl ἀντικρούω strike pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικροῦον — ἀντικρούω strike pres part act masc voc sg ἀντικρούω strike pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικρούει — ἀντικρούω strike pres ind mp 2nd sg ἀντικρούω strike pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)